- ονήιστος
- ὀνήϊστος, -ίστη -ον, θηλ. και -ος (Α)1. πολύ ωφέλιμος2. φρ. α) «ὀνήϊστον πονοῡμαι» — καταβάλλω κάθε προσπάθειαβ) «ὕδρωπος ὀνήϊστα» — η πιο αποτελεσματική θεραπεία τής υδρωπικίας.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. όνειος (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.